πρωτόβγαλτος

πρωτόβγαλτος
-η, -ο, Ν [πρωτοβγάζω]
1. (ιδίως για καρπούς) αυτός που για πρώτη φορά εμφανίζεται ή αυτός που παράγεται για πρώτη φορά
2. (ιδίως για προϊόντα) αυτός που για πρώτη φορά κατασκευάζεται ή κυκλοφορεί στην αγορά για πώληση
3. (για πρόσ.) α) αυτός που για πρώτη φορά εμφανίζεται κάπου
β) συνεκδ. άπειρος, πρωτάρης («πρωτόβγαλτος τεχνίτης»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτόβγαλτος — η, ο 1. αυτός που βγαίνει για πρώτη φορά, ο πρωτόφαντος, ο νέος, ο φρέσκος. 2. αρχάριος, άπειρος, πρωτάρης: Πρωτόβγαλτο κορίτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιντάνι — και φυντάνι, το, Ν 1. μικρό, νεαρό φυτό 2. μικρός βλαστός, βλαστάρι 3. φυτώριο 4. μτφ. νιόβγαλτος, πρωτόβγαλτος, φιντανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fidan < φυτάνη «εποχή τής φύτευσης»] …   Dictionary of Greek

  • φιντανάκι — και φυντανάκι, το, Ν [φιντάνι] (υποκορ. τ.) 1. μικρός βλαστός, φιντάνι 2. μτφ. ο μικρός στην ηλικία, πολύ νεαρός, πρωτόβγαλτος …   Dictionary of Greek

  • νιόβγαλτος — η, ο ο πρωτόβγαλτος, ο αρχάριος, ο πρωτόπειρος: Είναι νιόβγαλτος στο εμπόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτόπειρος — η, ο αυτός που επιχειρεί για πρώτη φορά κάτι, ο άπειρος, ο πρωτόβγαλτος, ο πρωτάρης, ο ατζαμής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”